Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
abide
/əˈbaɪd/ = VERB: συμμορφώνομαι, μένω, εμμένω, διαμένω, κατοικώ, υπακούω, υποτάσσομαι, παραμένω πιστός, περιμένω, αναμένω, αντέχω, αντιμετωπίζω ευθάρσως;
USER: τηρούν, τηρήσουν, συμμορφώνονται, τηρήσει, να τηρούν
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
accept
/əkˈsept/ = VERB: αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι;
USER: αποδέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δέχεται, δέχονται, δέχονται
GT
GD
C
H
L
M
O
accordance
/əˈkɔː.dəns/ = NOUN: συμφωνία;
USER: συμφωνία, σύμφωνα, βάσει, φωνα, κατά
GT
GD
C
H
L
M
O
according
/əˈkôrd/ = VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω;
USER: σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, ανάλογα με
GT
GD
C
H
L
M
O
accountable
/əˈkaʊn.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, ευξήγητος;
USER: υπεύθυνος, λογοδοτεί, υπόλογοι, υπεύθυνη, υπόλογη
GT
GD
C
H
L
M
O
accounting
/əˈkaʊn.tɪŋ/ = NOUN: λογιστική;
ADJECTIVE: λογιστικός;
USER: λογιστική, λογιστικής, λογιστικών, λογιστικές, αντιπροσωπεύοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
achieved
/əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω;
USER: επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτυγχάνονται, επιτευχθούν, επιτεύχθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
achievement
/əˈtʃiːv.mənt/ = NOUN: κατόρθωμα, άθλος;
USER: κατόρθωμα, επίτευξη, επίτευγμα, υλοποίηση, επίτευξης
GT
GD
C
H
L
M
O
acknowledge
/əkˈnɒl.ɪdʒ/ = VERB: αναγνωρίζω, ομολογώ;
USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίσουμε, γνωρίσω
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
act
/ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο;
VERB: ενεργώ, δρω;
USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
acting
/ˈæk.tɪŋ/ = NOUN: δράση, ενέργεια, ηθοποιία, υπόκριση;
ADJECTIVE: αναπληρωματικός, πράττων;
USER: δράση, ενεργεί, αποφασίζοντας, ενεργούν, ενεργώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
action
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράση, ενέργεια, αγωγή, δράσης, προσφυγή
GT
GD
C
H
L
M
O
actions
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
active
/ˈæk.tɪv/ = ADJECTIVE: ενεργός, δραστήριος, ενεργητικός, δρων;
USER: ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργή, ενεργού, ενεργού
GT
GD
C
H
L
M
O
actively
/ˈæk.tɪv.li/ = ADVERB: δραστήρια;
USER: δραστήρια, ενεργά, ενεργό, την ενεργό, ενεργά την
GT
GD
C
H
L
M
O
activities
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες;
USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
activity
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητα, δραστικότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα;
USER: δραστηριότητα, δραστικότητα, δραστηριότητας, δραστηριοτήτων, δράση
GT
GD
C
H
L
M
O
actual
/ˈæk.tʃu.əl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
USER: πραγματικός, πραγματική, πραγματικό, πραγματικές, πραγματικής
GT
GD
C
H
L
M
O
addition
/əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση;
USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από
GT
GD
C
H
L
M
O
additional
/əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος;
USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα
GT
GD
C
H
L
M
O
address
/əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση;
VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
addressing
/əˈdres/ = VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: αντιμετώπιση, αντιμετώπιση των, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίζοντας, αντιμετώπιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
advantage
/ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα;
USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
advice
/ədˈvaɪs/ = NOUN: συμβουλή, πληροφορία;
USER: συμβουλή, συμβουλές, προτάσεις, συμβουλών, παρέχει προτάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
advisors
/ədˈvaɪ.zər/ = NOUN: σύμβουλος;
USER: σύμβουλοι, συμβούλους, συμβούλων, τους συμβούλους, σύμβουλοί
GT
GD
C
H
L
M
O
advisory
/ədˈvaɪ.zər.i/ = ADJECTIVE: συμβουλευτικός;
USER: συμβουλευτικός, συμβουλευτική, συμβουλευτικής, συμβουλευτικών, συμβουλευτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
affirm
/əˈfɜːm/ = VERB: βεβαιώνω, δηλώνω υπεύθυνα;
USER: βεβαιώνω, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν την, βεβαιώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
afraid
/əˈfreɪd/ = ADJECTIVE: φοβισμένος;
USER: φοβισμένος, φοβούνται, φοβάται, φοβάστε, φοβόμαστε
GT
GD
C
H
L
M
O
agree
/əˈɡriː/ = VERB: συμφωνώ, δέχομαι;
USER: συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε, συμφωνείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
agreed
/əˈɡriːd/ = ADJECTIVE: σύμφωνος;
USER: συμφώνησαν, συμφώνησε, συμφωνήθηκαν, συμφωνήθηκε, συμφωνηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
alert
/əˈlɜːt/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, έξυπνος, πανέτοιμος, σβέλτος, έτοιμος για δράση;
NOUN: συναγερμός;
USER: ειδοποιεί, alert, ειδοποιούν, προειδοποιούν, προειδοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
alter
/ˈɒl.tər/ = VERB: αλλάζω, τροποποιώ, ματαβάλλω, μεταποιώ, μετατρέπω;
USER: μεταβάλλουν, μεταβάλλει, τροποποιήσει, μεταβάλει, αλλάξει
GT
GD
C
H
L
M
O
alteration
/ˌɒl.təˈreɪ.ʃən/ = NOUN: μεταβολή, αλλαγή, μετατροπή, μεταποίηση, παραφθορά, μεταλλαγή;
USER: μεταβολή, αλλαγή, μετατροπή, τροποποίηση, αλλοίωση
GT
GD
C
H
L
M
O
alternatives
/ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο;
USER: εναλλακτικές λύσεις, εναλλακτικών λύσεων, εναλλακτικές, εναλλακτικών, εναλλακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
among
/əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ;
USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
anchored
/ˈæŋ.kər/ = VERB: αγκυροβολώ;
USER: αγκυροβολημένα, αγκυροβόλησε, αγκυροβολημένο, σταθεροποιημένες, στηρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
answered
/ˈɑːn.sər/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: απάντησαν, απαντηθεί, απάντησε, απαντά, απαντηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
appear
/əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι;
USER: φαίνεται, εμφανίζονται, εμφανίζεται, εμφανιστούν, εμφανιστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
applicable
/əˈplɪk.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: εφαρμόσιμος;
USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, ισχύει, ισχύουν, εφαρμοστέο
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
applies
/əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι;
USER: εφαρμόζεται, ισχύει, εφαρμογή, εφαρμόζει, ισχύει και, ισχύει και
GT
GD
C
H
L
M
O
apply
/əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι;
USER: ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
appointed
/əˈpɔɪn.tɪd/ = ADJECTIVE: καθορισμένος;
USER: διορίζεται, διορίζονται, διοριστεί, διορίστηκε, όρισε
GT
GD
C
H
L
M
O
approach
/əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση;
VERB: πλησιάζω;
USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
appropriate
/əˈprəʊ.pri.ət/ = ADJECTIVE: κατάλληλος;
VERB: προορίζω, σφετερίζομαι;
USER: κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
GT
GD
C
H
L
M
O
appropriately
/əˈprəʊ.pri.ət/ = USER: κατάλληλα, καταλλήλως, δεόντως, κατάλληλη, κατάλληλο
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
area
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
arise
/əˈraɪz/ = VERB: σηκώνομαι, εγείρομαι;
USER: προκύψουν, προκύπτουν, να προκύψουν, ανακύπτουν, προκύψει
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
asking
/ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ;
USER: ζητώντας, ζητά, ζητώντας από, ρωτώντας, ζητούν, ζητούν
GT
GD
C
H
L
M
O
assist
/əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ;
USER: βοηθήσει, επικουρεί, βοηθούν, βοηθήσουν, συνδράμει
GT
GD
C
H
L
M
O
assurance
/əˈʃʊərəns/ = NOUN: διαβεβαίωση, ασφάλεια;
USER: διαβεβαίωση, ασφάλεια, διασφάλισης, διασφάλιση, διασφάλισης της
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
available
/əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος;
USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
avoid
/əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω;
USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
base
/beɪs/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού;
VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βασική
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
behave
/bɪˈheɪv/ = VERB: συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, λειτουργώ;
USER: συμπεριφέρομαι, συμπεριφέρονται, συμπεριφέρεται, συμπεριφορά, συμπεριφερθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
behavior
/bɪˈheɪ.vjər/ = NOUN: συμπεριφορά, συμπεριφορά, διαγωγή, διαγωγή, τακτική, τακτική;
USER: συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, συμπεριφορά των
GT
GD
C
H
L
M
O
behavioral
/biˈhāvyərəl/ = USER: συμπεριφοράς, συμπεριφορική, συμπεριφορικές, συμπεριφορά, συμπεριφορικών
GT
GD
C
H
L
M
O
beliefs
/bɪˈliːf/ = NOUN: πίστη, δοξασία, δόγμα, θρησκευτική πίστη;
USER: πεποιθήσεις, πεποιθήσεων, τις πεποιθήσεις, οι πεποιθήσεις, πιστεύω
GT
GD
C
H
L
M
O
believe
/bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω;
USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
breaches
/briːtʃ/ = NOUN: αθέτηση, ρήγμα, ρήξη, θραύση, παράβαση νόμου;
USER: παραβάσεις, παραβιάσεις, παραβάσεων, παραβιάσεων, παραβίασης
GT
GD
C
H
L
M
O
bring
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
build
/bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω;
USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
candidly
/ˈkæn.dɪd/ = USER: ειλικρίνεια, με ειλικρίνεια, ειλικρινά, αμερόληπτα, ειλικρίνεια τις
GT
GD
C
H
L
M
O
capabilities
/ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα;
USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
capital
/ˈkæp.ɪ.təl/ = NOUN: κεφάλαιο, πρωτεύουσα, μητρόπολη, κεφάλαιο γράμμα;
ADJECTIVE: κύριος, κεφαλαίος, εξαίρετος, κεφαλικός;
USER: κεφάλαιο, πρωτεύουσα, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
GT
GD
C
H
L
M
O
categories
/ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη;
USER: κατηγορίες, κατηγοριών, τις κατηγορίες, κατηγορία
GT
GD
C
H
L
M
O
ceo
/ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων
GT
GD
C
H
L
M
O
chairman
/-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής;
USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός
GT
GD
C
H
L
M
O
challenge
/ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού;
VERB: προκαλώ;
USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
challenges
/ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού;
VERB: προκαλώ;
USER: προκλήσεις, προκλήσεων, τις προκλήσεις, προκλήσεις που, προκλήσεων που
GT
GD
C
H
L
M
O
challenging
/ˈCHalənj/ = VERB: προκαλώ;
USER: αμφισβήτηση, πρόκληση, αμφισβητώντας, προκλητική, δύσκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
changing
/ˈtʃeɪn.dʒɪŋ/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβαλλόμενες, αλλάζει, την αλλαγή, αλλάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
charge
/tʃɑːdʒ/ = NOUN: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, κατηγορία, γόμωση, έξοδα, εποπτεία, επίθεση, μήνυση, φροντίδα, κηδεμονία;
VERB: φορτίζω;
USER: χρέωση, επιβάρυνση, δαπάνη, υπεύθυνος, επιφορτισμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
choice
/tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
choices
/tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση;
USER: επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογή, επιλογές που
GT
GD
C
H
L
M
O
circumstances
/ˈsərkəmˌstans,-stəns/ = NOUN: περίσταση, γεγονός, περίπτωση, κατάσταση, περιστατικό, λεπτομέρεια;
USER: περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, τις συνθήκες
GT
GD
C
H
L
M
O
clear
/klɪər/ = ADJECTIVE: σαφής, αίθριος, διαυγής, καθαρός, διαφανής, πλήρης, φανερός, ευδιάκριτος, ξάστερος, απαλαγμένος;
ADVERB: καθαρά, εντελώς;
VERB: καθαρίζω, αθωώνω;
USER: σαφής, σαφές, καθαρίσετε, καταργήστε, διώξει
GT
GD
C
H
L
M
O
client
/ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, client
GT
GD
C
H
L
M
O
clients
/ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες
GT
GD
C
H
L
M
O
code
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
colleague
/ˈkɒl.iːɡ/ = NOUN: συνάδελφος;
USER: συνάδελφος, συνάδελφό, συνάδελφός, συναδέλφου, συνάδελφο, συνάδελφο
GT
GD
C
H
L
M
O
colleagues
/ˈkɒl.iːɡ/ = NOUN: συνάδελφος;
USER: συναδέλφους, συνεργάτες, τους συναδέλφους, συνάδελφοι, συναδέλφων
GT
GD
C
H
L
M
O
commit
/kəˈmɪt/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω;
USER: διαπράττουν, δεσμεύονται, δεσμευτούν, δεσμευθούν, διαπράξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
commitment
/kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση;
USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή
GT
GD
C
H
L
M
O
commitments
/kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση;
USER: δεσμεύσεις, δεσμεύσεων, υποχρεώσεων, αναλήψεις υποχρεώσεων, υποχρεώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
committed
/kəˈmɪt.ɪd/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω;
USER: δεσμευτεί, διαπράττονται, δεσμευθεί, διαπράξει, διέπραξε
GT
GD
C
H
L
M
O
communicating
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: επικοινωνία, την επικοινωνία, επικοινωνίας, επικοινωνεί, επικοινωνώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
communities
/kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα;
USER: κοινότητες, κοινοτήτων, των κοινοτήτων, τις κοινότητες, κοινωνίες
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
compete
/kəmˈpiːt/ = VERB: συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι;
USER: ανταγωνίζονται, ανταγωνιστούν, ανταγωνιστεί, ανταγωνίζεται, ανταγωνισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
competitive
/kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός;
USER: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής
GT
GD
C
H
L
M
O
complex
/ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ;
ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος;
USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες
GT
GD
C
H
L
M
O
compliance
/kəmˈplaɪ.əns/ = NOUN: συμμόρφωση, ενδοτικότητα, υποταγή, υποχωρητικότης;
USER: συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, σύμφωνα, τη συμμόρφωση
GT
GD
C
H
L
M
O
complies
/kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι;
USER: συμμορφώνεται, πληροί, σύμφωνη, συνάδει, ανταποκρίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
comply
/kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι;
USER: συμμορφώνονται, συμμορφώνεται, συμμορφωθεί, συμμορφωθούν, τηρούν
GT
GD
C
H
L
M
O
compromises
/ˈkɒm.prə.maɪz/ = NOUN: συμβιβασμός;
USER: συμβιβασμούς, συμβιβασμοί, συμβιβασμών, συμβιβαστικές, συμβιβασμούς που
GT
GD
C
H
L
M
O
compromising
/ˈkɒm.prə.maɪ.zɪŋ/ = VERB: συμβιβάζομαι, εκθέτω, συμβιβάζω, διακινδυνεύω;
USER: συμβιβασμούς, διακυβεύεται, θέτει σε κίνδυνο, να θέτει σε κίνδυνο, διακυβεύεται η
GT
GD
C
H
L
M
O
computers
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
conclusions
/kənˈkluː.ʒən/ = NOUN: σύναψη, συμπέρασμα, πέρας, τέλος, κατάληξη, λήξη, αποτέλεσμα, φινάλε;
USER: συμπεράσματα, συμπερασμάτων, τα συμπεράσματα, συμπεράσματα του, συμπεράσματά
GT
GD
C
H
L
M
O
conduct
/kənˈdʌkt/ = NOUN: συμπεριφορά, διεξαγωγή, διαγωγή, οδηγία;
VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: συμπεριφορά, διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διεξάγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
confidence
/ˈkɒn.fɪ.dəns/ = NOUN: εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, εχεμύθεια, εκμυστήρευση;
USER: εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
confidential
/ˌkɒn.fɪˈden.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπιστευτικός, απόρρητος;
USER: εμπιστευτικός, εμπιστευτικές, εμπιστευτικά, εμπιστευτικών, εμπιστευτική
GT
GD
C
H
L
M
O
conflicts
/ˈkɒn.flɪkt/ = NOUN: σύγκρουση, αντίθεση, διαμάχη, πάλη, αντίκρουση;
VERB: συγκρούομαι, αντιμάχομαι;
USER: συγκρούσεις, συγκρούσεων, οι συγκρούσεις, των συγκρούσεων, διενέξεις
GT
GD
C
H
L
M
O
consistent
/kənˈsɪs.tənt/ = ADJECTIVE: συνεπής, σταθερός;
USER: συνεπής, συνεπή, συνάδει, συνεπείς, σύμφωνη
GT
GD
C
H
L
M
O
constructively
/kənˈstrʌk.tɪv/ = USER: εποικοδομητικά, εποικοδομητικό, εποικοδομητική, εποικοδομητικό τρόπο, δημιουργικά
GT
GD
C
H
L
M
O
consult
/kənˈsʌlt/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται, συμβουλευτείτε το
GT
GD
C
H
L
M
O
consultation
/ˌkɒn.sʌlˈteɪ.ʃən/ = NOUN: διαβούλευση, σύσκεψη, συμβούλιο;
USER: διαβούλευση, διαβούλευσης, διαβουλεύσεις, διαβουλεύσεων, συνεννόηση
GT
GD
C
H
L
M
O
consultative
/kənˈsʌl.tə.tɪv/ = ADJECTIVE: συμβουλευτικός;
USER: συμβουλευτικός, Συμβουλευτικής, Συμβουλευτική, συμβουλευτικό, συμβουλευτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
consulted
/kənˈsʌlt/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: διαβούλευση, διαβουλεύσεις, γνωμοδοτήσει, γνώμη, διαβούλευση με
GT
GD
C
H
L
M
O
contain
/kənˈteɪn/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω;
USER: περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνει, περιλαμβάνουν, να περιέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
contained
/kənˈtān/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω;
USER: περιέχονται, περιέχεται, που περιέχονται, περιείχε, περιλαμβάνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
containing
/kənˈteɪn/ = VERB: περιέχω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, διαιρούμαι, περικλείω, περιλαμβάνω, χωρώ, περιορίζω;
USER: περιέχουν, που περιέχουν, περιέχει, που περιέχει, περιλαμβάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
continuous
/kənˈtɪn.ju.əs/ = ADJECTIVE: συνεχής, αδιάκοπος;
USER: συνεχής, συνεχή, συνεχούς, συνεχείς, τη συνεχή
GT
GD
C
H
L
M
O
continuously
/kənˈtɪn.ju.əs/ = ADVERB: συνεχώς, αδιάκοπα;
USER: συνεχώς, συνεχή, διαρκώς, τη συνεχή, συνεχής
GT
GD
C
H
L
M
O
contribution
/ˌkɒn.trɪˈbjuː.ʃən/ = NOUN: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεργασία, άρθρο;
USER: συνεισφορά, συμβολή, εισφορά, συνεισφοράς, συμμετοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
coordinate
/kōˈArdənət/ = NOUN: συντεταγμένη;
VERB: συντονίζω;
ADJECTIVE: ισότιμος, ισοβάθμιος, ισόβαθμος;
USER: συντονίζουν, συντονίσουν, συντονίσει, συντονίζει, συντονισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
counsel
/ˈkaʊn.səl/ = NOUN: συμβουλή, δικηγόρος, συνήγορος, γνώμη, σύσκεψη, διαβούλευση;
VERB: συμβουλεύω;
USER: συμβουλή, συνήγορος, δικηγόρος, σύμβουλος, σύμβουλο
GT
GD
C
H
L
M
O
courage
/ˈkʌr.ɪdʒ/ = NOUN: θάρρος, ανδρεία;
USER: θάρρος, το θάρρος, κουράγιο, θάρρους, σθένος
GT
GD
C
H
L
M
O
courageous
/kəˈreɪ.dʒəs/ = ADJECTIVE: θαρραλέος, γενναίος, άτρομος;
USER: θαρραλέος, γενναίος, θαρραλέα, θαρραλέο, γενναία
GT
GD
C
H
L
M
O
course
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
VERB: τρέχω, κυνηγώ;
USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
cover
/ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη;
VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ;
USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
created
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε
GT
GD
C
H
L
M
O
critical
/ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, επικριτικός, κριτικός;
USER: κρίσιμος, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κρίσιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
culture
/ˈkʌl.tʃər/ = NOUN: καλλιέργεια, κουλτούρα, πολιτισμός, παιδεία, μόρφωση;
USER: πολιτισμός, κουλτούρα, καλλιέργεια, πολιτισμού, πολιτισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
daily
/ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά;
ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός;
NOUN: καθημερινή εφημερίδα;
USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια
GT
GD
C
H
L
M
O
damage
/ˈdæm.ɪdʒ/ = NOUN: βλάβη, ζημιά, τραυματισμός;
VERB: ζημιώ, βλάπτω, ζημιώνω;
USER: βλάβη, ζημιά, ζημία, ζημιών, ζημίας
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
databases
/ˈdatəˌbās,ˈdā-/ = NOUN: βάση δεδομένων;
USER: βάσεις δεδομένων, βάσεων δεδομένων, βάσεις, δεδομένων, βάσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
date
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού;
USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
deal
/dɪəl/ = NOUN: συμφωνία, μεταχείριση, μοιρασιά;
VERB: μοιράζω, καταφέρω, μεταχειρίζομαι;
USER: αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, ασχοληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
decision
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή
GT
GD
C
H
L
M
O
decisions
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, τις αποφάσεις, αποφάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
defines
/dɪˈfaɪn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω;
USER: ορίζει, καθορίζει, προσδιορίζει, ορίζει την, καθορίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
deliver
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
NOUN: διανομέας, λυτρότητα;
USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
delivering
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
USER: παράδοση, την παράδοση, παροχή, την παροχή, παρέχοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
delivery
/dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας;
USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
demanding
/dɪˈmɑːn.dɪŋ/ = ADJECTIVE: διεκδικητικός;
USER: απαιτητική, απαιτητικές, απαιτητικό, απαιτώντας, απαιτητικούς
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrate
/ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη;
USER: αποδεικνύουν, αποδείξει, καταδεικνύουν, να αποδείξει, αποδείξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
destroy
/dɪˈstrɔɪ/ = VERB: καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, φονεύω;
USER: καταστρέψει, καταστρέψουν, καταστρέφουν, να καταστρέψει, να καταστρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
destruction
/dɪˈstrʌk.ʃən/ = NOUN: καταστροφή, χαλασμός;
USER: καταστροφή, καταστροφής, την καταστροφή, η καταστροφή, καταστροφές
GT
GD
C
H
L
M
O
determine
/dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω;
USER: καθοριστεί, καθορίσουν, καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
develop
/dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω;
USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει
GT
GD
C
H
L
M
O
developing
/dɪˈvel.ə.pɪŋ/ = ADJECTIVE: υπανάπτυκτος;
USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενων, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
development
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
deviations
/ˌdiːviˈeɪʃən/ = NOUN: παρέκκλιση, παρεκτροπή;
USER: αποκλίσεις, αποκλίσεων, παρεκκλίσεις, παρεκκλίσεων, απόκλιση
GT
GD
C
H
L
M
O
devices
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
difficult
/ˈdɪf.ɪ.kəlt/ = ADJECTIVE: δύσκολος;
USER: δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες, δύσκολες
GT
GD
C
H
L
M
O
directors
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: σκηνοθέτες, διευθυντές, διευθυντών, συμβουλίου, συμβούλιο
GT
GD
C
H
L
M
O
disciplinary
/ˌdɪs.əˈplɪn.ər.i/ = ADJECTIVE: πειθαρχικός;
USER: πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικών, πειθαρχικής
GT
GD
C
H
L
M
O
discrimination
/dɪˌskrɪm.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: διάκριση;
USER: διάκριση, διακρίσεων, διακρίσεις, των διακρίσεων, διάκρισης
GT
GD
C
H
L
M
O
diverse
/daɪˈvɜːs/ = ADJECTIVE: ποικίλος, διάφορος;
USER: ποικίλες, διαφορετικές, ποικίλα, διαφορετικά, ποικίλο
GT
GD
C
H
L
M
O
diversity
/daɪˈvɜː.sɪ.ti/ = NOUN: ποικιλία;
USER: ποικιλία, πολυμορφία, ποικιλομορφία, πολυμορφίας, ποικιλομορφίας
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
document
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο;
VERB: τεκμηριώνω;
USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που
GT
GD
C
H
L
M
O
documenting
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = VERB: τεκμηριώνω;
USER: τεκμηρίωση, τεκμηριώνουν, τεκμηριώνοντας, που τεκμηριώνουν, τεκμηριώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
documents
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφα;
USER: έγγραφα, εγγράφων, εγγράφων που, των εγγράφων, των εγγράφων που
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
doing
/ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο;
ADJECTIVE: πράττων;
USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
draws
/drɔː/ = NOUN: κλήρωση, ισοπαλία;
VERB: ζωγραφίζω, σχεδιάζω, σύρω, τραβώ, ελκύω;
USER: εφιστά, εφιστά την, αντλεί, ισοπαλίες, κληρώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
during
/ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια;
USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
duties
/ˈdjuː.ti/ = NOUN: καθήκοντα;
USER: καθήκοντα, δασμών, καθηκόντων, δασμοί, δασμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
economies
/ɪˈkɒn.ə.mi/ = NOUN: οικονομία;
USER: οικονομίες, οικονομιών, οι οικονομίες, των οικονομιών, οικονομίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
embrace
/ɪmˈbreɪs/ = VERB: αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι;
NOUN: εναγκαλισμός, περίπτυξη;
USER: αγκαλιάζω, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά
GT
GD
C
H
L
M
O
employ
/ɪmˈplɔɪ/ = VERB: χρησιμοποιώ, απασχολώ, προσλαμβάνω, εκμισθώνω, μεταχειρίζομαι;
USER: απασχολούν, απασχολεί, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
employment
/ɪmˈplɔɪ.mənt/ = NOUN: εργασία, πρόσληψη;
USER: εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, της απασχόλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
encounter
/ɪnˈkaʊn.tər/ = NOUN: συνάντηση, συμπλοκή;
VERB: αντιμετωπίζω, συναντώ;
USER: συνάντηση, αντιμετωπίζουν, συναντήσετε, αντιμετωπίσετε, αντιμετωπίσατε
GT
GD
C
H
L
M
O
encourage
/ɪnˈkʌr.ɪdʒ/ = VERB: ενθαρρύνω, εμψυχώνω;
USER: ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, ενθάρρυνση, την ενθάρρυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
energetically
/ˌen.əˈdʒet.ɪk/ = USER: ενεργητικότητα, δραστήρια, ενεργητικά, ενεργειακά, ενεργά
GT
GD
C
H
L
M
O
energy
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
GT
GD
C
H
L
M
O
engagement
/enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση;
USER: σύμπλεξη, δέσμευση, εμπλοκή, αρραβώνων, εμπλοκής
GT
GD
C
H
L
M
O
engagements
/enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση;
USER: αρραβώνες, δεσμεύσεις, υποχρεώσεις, δεσμεύσεων, αναθέσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
enhance
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
ensure
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
enthusiasm
/enˈTHo͞ozēˌazəm/ = NOUN: ενθουσιασμός;
USER: ενθουσιασμός, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός
GT
GD
C
H
L
M
O
entity
/ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία;
USER: οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας
GT
GD
C
H
L
M
O
environment
/enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο;
USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος
GT
GD
C
H
L
M
O
essential
/ɪˈsen.ʃəl/ = ADJECTIVE: ουσιώδης;
USER: ουσιώδης, βασικές, απαραίτητη, απαραίτητο, ουσιωδών, ουσιωδών
GT
GD
C
H
L
M
O
established
/ɪˈstæb.lɪʃt/ = ADJECTIVE: καθιερωμένος;
USER: εγκατεστημένος, εγκατεστημένοι, καθοριστεί, έδρα, ιδρύθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
ethical
/ˈeθ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ηθικός;
USER: ηθικός, ηθικές, ηθική, ηθικά, ηθικής
GT
GD
C
H
L
M
O
ethics
/ˈeθ.ɪk/ = NOUN: ηθική, δεοντολογία, ηθικολογία, ηθολογία;
USER: δεοντολογία, ηθική, δεοντολογίας, ηθικής, τη δεοντολογία
GT
GD
C
H
L
M
O
eventuality
/iˌvenCHo͞oˈalitē/ = NOUN: ενδεχόμενο;
USER: ενδεχόμενο, ενδεχόμενο αυτό
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
everyone
/ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι;
USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα
GT
GD
C
H
L
M
O
everything
/ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί;
USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό
GT
GD
C
H
L
M
O
excellence
/ˈek.səl.əns/ = NOUN: υπεροχή;
USER: υπεροχή, αριστείας, αριστεία, την αριστεία, τελειότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
exercising
/ˈek.sə.saɪz/ = VERB: γυμνάζομαι, ασκώ, εξασκώ, γυμνάζω;
USER: άσκηση, την άσκηση, ασκούν, άσκησης, ασκεί
GT
GD
C
H
L
M
O
expect
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν
GT
GD
C
H
L
M
O
expected
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: αναμένεται, αναμένονται, αναμενόμενο, αναμενόμενη, αναμενόταν, αναμενόταν
GT
GD
C
H
L
M
O
expense
/ɪkˈspens/ = NOUN: δαπάνη, έξοδο;
USER: δαπάνη, έξοδο, βάρος, έξοδα, εξόδων
GT
GD
C
H
L
M
O
expenses
/ɪkˈspens/ = NOUN: έξοδα, έμμεσα έξοδα;
USER: έξοδα, δαπάνες, εξόδων, δαπανών, τα έξοδα
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
external
/ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
face
/feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο;
VERB: αντικρύζω, ατενίζω;
USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
faced
/-feɪst/ = VERB: αντικρύζω, ατενίζω;
USER: που αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζει, αντιμετώπισε, αντιμέτωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
faith
/feɪθ/ = NOUN: πίστη;
USER: πίστη, πίστης, την πίστη, πίστεως, πίστει
GT
GD
C
H
L
M
O
families
/ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι;
USER: οικογένειες, οικογενειών, οικογένειές, τις οικογένειες, τις οικογένειές
GT
GD
C
H
L
M
O
fear
/fɪər/ = NOUN: φόβος, φοβία;
VERB: φοβάμαι, φοβούμαι;
USER: φόβος, φόβο, φόβου, ο φόβος, φοβηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
feedback
/ˈfiːd.bæk/ = NOUN: ανατροφοδότηση, ανάδραση, αναπληροφόρηση;
USER: ανατροφοδότηση, ανάδραση, γνώμη, Η γνώμη, μετράει
GT
GD
C
H
L
M
O
feel
/fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω;
NOUN: αφή;
USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
fees
/fē/ = NOUN: δικαιώματα;
USER: δικαιώματα, τέλη, τελών, αμοιβές, τέλη σε περίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
firms
/fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος;
USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, εταιρείες, οι επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
following
/ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία;
ADJECTIVE: ακόλουθος;
USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
framework
/ˈfreɪm.wɜːk/ = NOUN: rámec;
USER: πλαίσιο, πλαισίου, πλαίσια, πλαίσιο που, πλαίσιο που
GT
GD
C
H
L
M
O
free
/friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα;
ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος;
VERB: ελευθερώνω;
USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fully
/ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα;
USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως
GT
GD
C
H
L
M
O
gain
/ɡeɪn/ = NOUN: κέρδος, ωφέλεια;
VERB: κερδίζω, αποκτώ;
USER: κέρδος, αποκτήσουν, κερδίσει, κερδίσουν, αποκτήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
general
/ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός;
NOUN: στρατηγός;
USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
gives
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
globalized
/ˈglōbəˌlīz/ = USER: παγκοσμιοποιημένο, παγκοσμιοποιημένη, παγκοσμιοποιηθεί, παγκοσμιοποιημένες, παγκοσμιοποιημένος
GT
GD
C
H
L
M
O
globally
/ˈɡləʊ.bəl/ = USER: σε παγκόσμιο επίπεδο, παγκοσμίως, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο, παγκόσμιο
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
grounded
/ˈɡraʊn.dɪd/ = VERB: γειώνω, βασίζω;
USER: γειωμένο, γειωμένη, γειωμένα, γειωμένες, θεμελιωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
guarantee
/ˌɡær.ənˈtiː/ = NOUN: εγγύηση, εγγυητής;
VERB: εγγυώμαι;
USER: εγγύηση, εγγυηθεί, εγγυάται, εγγυώνται, εξασφαλιστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
guidance
/ˈɡaɪ.dəns/ = NOUN: οδηγία, χειραγώγηση;
USER: οδηγία, καθοδήγηση, καθοδήγησης, οδηγίες, προσανατολισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
guide
/ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός;
VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω;
USER: καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδηγεί, καθοδηγήσουν, καθοδήγηση, καθοδήγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
guiding
/gīd/ = VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω;
USER: κατευθυντήριες, καθοδηγώντας, κατευθυντήρια, καθοδήγηση, καθοδηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
harassment
/ˈhær.əs.mənt/ = NOUN: ενόχληση, στενοχώρια, βασάνιση;
USER: παρενόχληση, παρενόχλησης, παρενοχλήσεις, την παρενόχληση, παρενοχλήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
hide
/haɪd/ = VERB: κρύβω, κρύπτω, τρυπώνω, κρύπτομαι;
USER: κρύβω, απόκρυψη, κρύψει, αποκρύψετε, κρύβουν
GT
GD
C
H
L
M
O
honest
/ˈɒn.ɪst/ = ADJECTIVE: τίμιος, έντιμος, αδιάβλητος;
USER: τίμιος, έντιμος, ειλικρινής, ειλικρινείς, είμαι ειλικρινής
GT
GD
C
H
L
M
O
honestly
/ˈɒn.ɪst.li/ = ADVERB: τίμια, εντιμώς, τιμιώς;
USER: τίμια, ειλικρινά, ειλικρίνεια, με ειλικρίνεια, ειλικρινά να
GT
GD
C
H
L
M
O
hotline
/ˈhɒt.laɪn/ = USER: hotline, ανοικτή γραμμή, τηλεφωνική γραμμή, γραμμή, ανοικτή γραμμή επικοινωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
hours
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
ignore
/ɪɡˈnɔːr/ = VERB: αγνοώ, παραμελώ, αψηφώ;
USER: αγνοήσει, αγνοήσουμε, αγνοούν, αγνοούμε, αγνοεί
GT
GD
C
H
L
M
O
illegal
/ɪˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: παράνομος, αθέμιτος, άνομος;
USER: παράνομος, παράνομη, παράνομης, παράνομων, παράνομες
GT
GD
C
H
L
M
O
immediate
/ɪˈmiː.di.ət/ = ADJECTIVE: άμεσος, πλησιέστερος;
USER: άμεσος, άμεση, άμεσα, άμεσο, άμεσες
GT
GD
C
H
L
M
O
impair
/ɪmˈpeər/ = VERB: χειροτερεύω, καταστρέφω;
USER: βλάπτουν, βλάψουν, βλάψει, βλάπτει, επηρεάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
improper
/ɪmˈprɒp.ər/ = ADJECTIVE: ακατάλληλος, ανάρμοστος, απρεπής, άκοσμος;
USER: ακατάλληλη, ανάρμοστη, ακατάλληλης, καταχρηστική, κακή
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inappropriate
/ˌinəˈprōprē-it/ = ADJECTIVE: ακατάλληλος;
USER: ακατάλληλος, ανάρμοστο, ακατάλληλη, ακατάλληλο, ακατάλληλες
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
inclusive
/ɪnˈkluː.sɪv/ = ADJECTIVE: περιεκτικός, συμπεριλαμβανομένος;
USER: inclusive, χωρίς αποκλεισμούς, αποκλεισμούς, συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
incompatible
/ˌɪn.kəmˈpæt.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ασυμβίβαστος;
USER: ασυμβίβαστος, ασυμβίβαστη, ασυμβίβαστες, ασυμβίβαστο, συμβιβάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
increasingly
/ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο;
USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και
GT
GD
C
H
L
M
O
incur
/ɪnˈkɜːr/ = VERB: υφίσταμαι, επισύρω, διατρέχω, υφίσταμαι ζημιά;
USER: επιβαρύνονται, επιβαρύνονται με, συνεπάγεται, αναλαμβάνει, υποστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
incurred
/ɪnˈkɜːr/ = VERB: υφίσταμαι, επισύρω, διατρέχω, υφίσταμαι ζημιά;
USER: που πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιήθηκαν, προκύπτουν, που προκύπτουν, πραγματοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
independence
/ˌindəˈpendəns/ = NOUN: ανεξαρτησία, αυτοτέλεια;
USER: ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
GT
GD
C
H
L
M
O
individual
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός;
USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική
GT
GD
C
H
L
M
O
individuals
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων
GT
GD
C
H
L
M
O
inducement
/ɪnˈdjuːs.mənt/ = NOUN: παρακίνηση, ελατήριο;
USER: παρακίνηση, προτροπής, κίνητρο, προτροπής του, προτροπής που
GT
GD
C
H
L
M
O
influencing
/ˈɪn.flu.əns/ = VERB: επηρεάζω, επιδρώ;
USER: επηρεάζουν, επηρεάζοντας, που επηρεάζουν, επηρεασμό, επηρεάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
informational
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = USER: πληροφοριακό, ενημερωτική, ενημερωτικά, ενημερωτικούς, ενημερωτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
insights
/ˈɪn.saɪt/ = NOUN: διορατικότητα, επίγνωση, ενόραση, οξυδέρκεια;
USER: ιδέες, γνώσεις, τις ιδέες, γνώσεις σχετικά με, γνώσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
integrity
/ɪnˈteɡ.rə.ti/ = NOUN: ακεραιότητα, ακεραιότης;
USER: ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
intellectual
/ˌintlˈekCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: διανοούμενος, διανοητικός, νοερός;
USER: πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, διανοητική, την πνευματική
GT
GD
C
H
L
M
O
intended
/ɪnˈten.dɪd/ = VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι;
USER: προορίζονται, προορίζεται, που προορίζονται, που προορίζεται, αποσκοπεί
GT
GD
C
H
L
M
O
interest
/ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο;
VERB: ενδιαφέρω;
USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος
GT
GD
C
H
L
M
O
internal
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό
GT
GD
C
H
L
M
O
intimidation
/ɪnˈtɪm.ɪ.deɪt/ = NOUN: εκφοβισμός;
USER: εκφοβισμός, εκφοβισμού, εκφοβισμό, τον εκφοβισμό, εκφοβισμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
issue
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
issues
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
items
/ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα;
USER: στοιχεία, αντικείμενα, αντικειμένων, είδη, τα στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
keeping
/ˈkiː.pɪŋ/ = NOUN: τήρηση, φύλαξη, συντήρηση, αρμονία, διατίρηση;
USER: τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, διατηρώντας, κρατώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
kind
/kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων;
ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός;
USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων
GT
GD
C
H
L
M
O
knowledge
/ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις;
USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
GT
GD
C
H
L
M
O
law
/lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής;
ADJECTIVE: νομικός;
USER: νόμος, νομική, δικαίου, δίκαιο, νόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
laws
/lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής;
USER: νόμων, νομοθεσιών, νόμοι, νόμους, νομοθετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
lead
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
leader
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής
GT
GD
C
H
L
M
O
leaders
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτες, οι ηγέτες, ηγετών, τους ηγέτες, ηγέτες της
GT
GD
C
H
L
M
O
leadership
/ˈliː.də.ʃɪp/ = NOUN: ηγεσία, αρχηγία;
USER: ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, της ηγεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
learning
/ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost;
USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
legal
/ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος;
USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
level
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο
GT
GD
C
H
L
M
O
levels
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
limited
/ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος;
USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
line
/laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος;
VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές;
USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line
GT
GD
C
H
L
M
O
live
/lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός;
USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
living
/ˈlɪv.ɪŋ/ = NOUN: ζωή, προς το ζήν;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, έμβιος;
USER: ζωή, ζουν, διαβίωσης, που ζουν, ζωής
GT
GD
C
H
L
M
O
local
/ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός;
USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική
GT
GD
C
H
L
M
O
locally
/ˈləʊ.kəl.i/ = USER: σε τοπικό επίπεδο, τοπικά, τοπικό επίπεδο, τοπικό, τοπική
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
maintain
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
maintaining
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρώντας, διατήρηση, διατήρηση της, τη διατήρηση, η διατήρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
manage
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
manner
/ˈmæn.ər/ = NOUN: τρόπος;
USER: τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, τρόπο που, τρόπο με
GT
GD
C
H
L
M
O
mark
= NOUN: σημάδι, σημείο, βαθμός, μάρκο, στόχος, σκοπός, μάρκο γερμανίας, σημαντήρας;
VERB: σημειώνω, μαρκάρω;
USER: σήμα, το σήμα, σήματος, σήμανση, σημάδι,
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
markets
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορές, αγορών, τις αγορές, των αγορών
GT
GD
C
H
L
M
O
material
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός;
USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά
GT
GD
C
H
L
M
O
matters
/ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο;
VERB: σημαίνω;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, υποθέσεις, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
measures
/ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά;
USER: μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, μέτρα για
GT
GD
C
H
L
M
O
meet
/miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
ADJECTIVE: αρμόδιος;
USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
member
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
members
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
message
/ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία;
USER: μήνυμα, μηνύματος, το μήνυμα, μηνυμάτων, μήνυμά
GT
GD
C
H
L
M
O
misrepresent
/ˌmisrepriˈzent/ = VERB: διαστρεβλώνω, παραμορφώνω;
USER: διαστρεβλώνω, παραποιούν, παραποιήσει, ψευδή δήλωση, παραποιήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
monitor
/ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης;
USER: παρακολουθεί, παρακολούθηση, παρακολουθούν, την παρακολούθηση, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
multicultural
/ˌməltēˈkəlCH(ə)rəl,ˌməltī-/ = USER: πολυπολιτισμική, πολυπολιτισμικό, πολυπολιτισμικής, πολυπολιτισμικές, πολυπολιτισμικά
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
name
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
network
/ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό;
USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων
GT
GD
C
H
L
M
O
never
/ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε;
USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
normal
/ˈnɔː.məl/ = ADJECTIVE: κανονικός, φυσιολογικός, ομαλός, φυσικός;
USER: κανονικός, κανονικά, κανονική, κανονικής, κανονικές, κανονικές
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
notes
/nəʊt/ = NOUN: σημείωμα, σημείωση, νότα, προσοχή, παρατήρηση, σημείο, υπόμνημα, τραπεζογραμμάτιο, γραμμάτιο, διάκριση, εγκόπτων;
VERB: σημειώνω, διαπιστώνω, παρατηρώ;
USER: σημειώσεις, σημειώνει, σημειώματα, επισημαίνει, διαπιστώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
nurture
/ˈnɜː.tʃər/ = NOUN: ανατροφή;
VERB: καλλιεργώ, ανατρέφω, τρέφω;
USER: ανατροφή, γαλουχήσει, καλλιέργεια, τροφοδοτούν, να γαλουχήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
objectivity
/əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: αντικειμενικότητα, αμεροληψία, αντικειμενικότης;
USER: αντικειμενικότητα, αντικειμενικότητας, της αντικειμενικότητας, αντικειμενικότητά, η αντικειμενικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
obligations
/ˌɒb.lɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: υποχρέωση;
USER: υποχρεώσεις, υποχρεώσεων, τις υποχρεώσεις, οι υποχρεώσεις, υποχρεώσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
obtain
/əbˈteɪn/ = VERB: αποκτώ, βρίσκω, επικρατώ, προμηθεύομαι, εξασφαλίζω;
USER: αποκτήσει, αποκτήσουν, απόκτηση, λάβει, αποκτήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
obtained
/əbˈteɪn/ = VERB: αποκτώ, βρίσκω, επικρατώ, προμηθεύομαι, εξασφαλίζω;
USER: λαμβάνεται, λαμβάνονται, που λαμβάνονται, ελήφθη, ελήφθησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
office
/ˈɒf.ɪs/ = NOUN: γραφείο, υπηρεσία, αξίωμα, λειτουργία;
USER: γραφείο, αξίωμα, υπηρεσία, γραφείου, γραφείων
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
openly
/ˈəʊ.pən.li/ = ADVERB: φανερά;
USER: φανερά, ανοιχτά, ανοικτά, πιο ανοικτά, απροκάλυπτα
GT
GD
C
H
L
M
O
operations
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
organization
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
organized
/ˈɔː.ɡən.aɪzd/ = ADJECTIVE: οργανωμένος;
USER: οργανωμένος, διοργάνωσε, οργανώνονται, διοργανώθηκε, οργάνωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
others
/ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
ourselves
/ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας;
USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας
GT
GD
C
H
L
M
O
outstanding
/ˌaʊtˈstæn.dɪŋ/ = ADJECTIVE: εκκρεμής, εξαιρετικός, σημαντικός, διαπρεπής, ξεχωριστός;
USER: εκκρεμή, εκκρεμών, εκκρεμείς, εξαιρετική, εκκρεμούν
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
oversee
/ˌəʊ.vəˈsiː/ = VERB: επιβλέπω, επιθεωρώ, επιτηρώ;
USER: επιβλέπει, επιβλέπουν, εποπτεύει, επιβλέπει την, επίβλεψη
GT
GD
C
H
L
M
O
oversight
/ˈəʊ.və.saɪt/ = NOUN: επίβλεψη, παραδρομή, αβλεψία, απροσεξία, παρόραμα;
USER: επίβλεψη, παραδρομή, εποπτεία, εποπτείας, την εποπτεία
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
parties
/ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς;
USER: μέρη, κόμματα, μερών, συμβαλλόμενα μέρη, τα μέρη
GT
GD
C
H
L
M
O
payments
/ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση;
USER: πληρωμές, πληρωμών, οι πληρωμές, τις πληρωμές, των πληρωμών
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
permit
/pəˈmɪt/ = NOUN: άδεια, έγγραφος άδεια;
VERB: επιτρέπω;
USER: άδεια, επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, επιτρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
personal
/ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός;
USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά
GT
GD
C
H
L
M
O
personally
/ˈpɜː.sən.əl.i/ = ADVERB: προσωπικά, προσωπικώς;
USER: προσωπικά, προσωπική, προσωπικές, προσωπικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
perspectives
/pəˈspek.tɪv/ = NOUN: προοπτική, άποψη;
USER: προοπτικές, προοπτικών, τις προοπτικές, οπτικές γωνίες, απόψεις
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
placed
/pleɪs/ = VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: τοποθετούνται, τοποθετείται, τοποθετηθεί, διατίθενται, τοποθετήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
places
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέσεις, χώρους, μέρη, σημεία, τόπους
GT
GD
C
H
L
M
O
play
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
playing
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παίξιμο;
USER: παιχνίδι, παίξιμο, παίζει, παίζουν, παίζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
point
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου
GT
GD
C
H
L
M
O
policies
/ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας;
USER: πολιτικές, πολιτικών, των πολιτικών, οι πολιτικές, τις πολιτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
position
/pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία;
USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της
GT
GD
C
H
L
M
O
positive
/ˈpɒz.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: θετικός, ρητός;
USER: θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
positively
/ˈpɒz.ə.tɪv.li/ = ADVERB: θετικώς, ορισμένως;
USER: θετικώς, θετικά, θετική, θετικό, θετικά την
GT
GD
C
H
L
M
O
possible
/ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός;
USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
practice
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
practices
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που
GT
GD
C
H
L
M
O
prepared
/prɪˈpeəd/ = ADJECTIVE: έτοιμος;
USER: έτοιμος, παρασκευάζονται, παρασκευάζεται, παρασκευάστηκε, παρασκευασθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
presents
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν έγγραφο;
USER: δώρα, παρουσιάζει, τα δώρα, δώρα από, της δώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
pressure
/ˈpreʃ.ər/ = NOUN: πίεση;
USER: πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του, πίεση του
GT
GD
C
H
L
M
O
principles
/ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο;
USER: αρχές, αρχών, τις αρχές, αρχές της, αρχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
proactive
/ˌprəʊˈæk.tɪv/ = USER: ενεργητική, προληπτική, προορατική, ενεργό, δυναμική
GT
GD
C
H
L
M
O
procedures
/prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα;
USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
profession
/prəˈfeʃ.ən/ = NOUN: επάγγελμα, επιστήμη;
USER: επάγγελμα, επαγγέλματος, επάγγελμά, επαγγελματική, επάγγελμα του
GT
GD
C
H
L
M
O
professional
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός;
USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
professionalism
/prəˈfeʃ.ən.əl.ɪ.zəm/ = NOUN: επαγγελματικότητα, επαγγελματικότης;
USER: επαγγελματικότητα, επαγγελματισμό, επαγγελματισμού, επαγγελματισμός, τον επαγγελματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
professionals
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
USER: επαγγελματίες, επαγγελματιών, οι επαγγελματίες, τους επαγγελματίες, επαγγελματίες του
GT
GD
C
H
L
M
O
promises
/ˈprɒm.ɪs/ = NOUN: υπόσχεση;
VERB: υπόσχομαι, τάζω;
USER: υπόσχεται, υποσχέσεις, σας υπόσχεται, υπόσχονται
GT
GD
C
H
L
M
O
promote
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: την προώθηση της, προώθηση της, προώθηση, την προώθηση, προωθήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
promoted
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: προωθείται, προωθηθεί, προωθηθούν, προωθούνται, προώθησε
GT
GD
C
H
L
M
O
properly
/ˈprɒp.əl.i/ = ADVERB: δεόντως, καταλλήλως;
USER: δεόντως, καταλλήλως, σωστά, κατάλληλα, ορθή, ορθή
GT
GD
C
H
L
M
O
property
/ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, κυριότητα, ιδιότης, κυριότης;
USER: ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιότητα, κυριότητα, ιδιοκτησίας
GT
GD
C
H
L
M
O
protect
/prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω;
USER: προστασία, την προστασία, προστατεύουν, προστατεύσουν, προστατεύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provides
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
public
/ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο;
ADJECTIVE: δημόσιος;
USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
purpose
/ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός;
VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι;
USER: σκοπός, σκοπό, σκοπούς, σκοπό αυτό, σκοπού
GT
GD
C
H
L
M
O
purposes
/ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός;
VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι;
USER: σκοπούς, τους σκοπούς, λόγους, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
putting
/ˌɒfˈpʊt.ɪŋ/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: βάζοντας, θέτοντας, θέση, τοποθέτηση, τη θέση, τη θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
qualified
/ˈkwɒl.ɪ.faɪd/ = ADJECTIVE: αρμόδιος, πτυχιούχος, έχων τα προσόντα, επιφυλακτικός, περιορισμένος, τροποποιημένος;
USER: ειδική, ειδικευμένο, προσόντα, ειδικευμένου, εξειδικευμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
quality
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
questions
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
raise
/reɪz/ = NOUN: αύξηση;
VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, αυξηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
reason
/ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα;
VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω;
USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για
GT
GD
C
H
L
M
O
reasonably
/ˈriː.zən.ə.bli/ = ADVERB: λογικώς;
USER: λογικώς, ευλόγως, εύλογα, λογικά, λογικές
GT
GD
C
H
L
M
O
recognize
/ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω;
USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
recognizes
/ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω;
USER: αναγνωρίζει, αναγνωρίζει την, αναγνωρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
recognizing
/ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω;
USER: αναγνωρίζοντας, αναγνώριση, την αναγνώριση, αναγνωρίζει, αναγνωρίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
recommend
/ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω;
USER: συνιστώ, συστήνω, προτείνω, προτείνουμε, συνιστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
refer
/riˈfər/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω;
USER: παραπέμπω, αναφέρομαι, αναφέρονται, ανατρέξτε, αναφέρεται
GT
GD
C
H
L
M
O
refers
/rɪˈfɜːr/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω;
USER: αναφέρεται, παραπέμπει, αναφέρει, αφορά, αναφέρονται
GT
GD
C
H
L
M
O
reflect
/rɪˈflekt/ = VERB: συλλογίζομαι, αντανακλώ, κατοπτρίζω, ανακάμπτω, αντικαθρεφτίζω;
USER: αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, απεικονίζουν, εκφράζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
reflects
/rɪˈflekt/ = VERB: συλλογίζομαι, αντανακλώ, κατοπτρίζω, ανακάμπτω, αντικαθρεφτίζω;
USER: αντανακλά, αντικατοπτρίζει, αντανακλά την, αντικατοπτρίζει την, εκφράζει
GT
GD
C
H
L
M
O
regardless
/rɪˈɡɑːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος, ασεβής, ανευλαβής;
USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα
GT
GD
C
H
L
M
O
regularly
/ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADVERB: τακτικά, μόνιμα;
USER: τακτικά, τακτική, συχνά, τακτά, κανονικά
GT
GD
C
H
L
M
O
regulations
/ˌreɡ.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: κανονισμοί;
USER: κανονισμοί, κανονισμούς, κανονισμών, κανονιστικές, κανονιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
regulators
/ˈregyəˌlātər/ = NOUN: ρυθμιστής;
USER: ρυθμιστές, ρυθμιστικές, ρυθμιστικές αρχές, ρυθμιστικών αρχών, ρυθμιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
reject
/rɪˈdʒekt/ = VERB: απορρίπτω;
USER: απορρίπτω, απορρίψει, απορρίπτει, απορρίπτουν, απόρριψη
GT
GD
C
H
L
M
O
relating
/rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ;
USER: σχετικά, σχετικά με, αφορούν, που αφορούν, σχετίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
relationship
/rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια;
USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση
GT
GD
C
H
L
M
O
relationships
/rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια;
USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
relevant
/ˈrel.ə.vənt/ = ADJECTIVE: σχετικός, πρέπων;
USER: σχετικές, σχετική, σχετικών, σχετικά, σχετικό
GT
GD
C
H
L
M
O
relied
/rɪˈliːv/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση;
USER: στηρίχθηκε, επικαλέστηκε, επικαλούνται, επικαλείται, προβληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
rely
/rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση;
USER: βασίζονται, επικαλούνται, επικαλεστεί, στηρίζονται, στηριχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
reported
/rɪˈpɔː.tɪd/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: ανέφερε, αναφερθεί, αναφερόμενη, αναφέρθηκαν, ανέφεραν
GT
GD
C
H
L
M
O
reports
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, αναφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
represent
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύουν, αποτελούν, αντιπροσωπεύει, εκπροσωπούν
GT
GD
C
H
L
M
O
reproduction
/ˌriː.prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: αναπαραγωγή, αντίγραφο, γένεση;
USER: αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, την αναπαραγωγή, η αναπαραγωγή, αντίγραφο
GT
GD
C
H
L
M
O
reputation
/ˌrep.jʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: φήμη, υπόληψη;
USER: φήμη, υπόληψη, τη φήμη, φήμης, η φήμη, η φήμη
GT
GD
C
H
L
M
O
require
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
requirements
/rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία;
USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές
GT
GD
C
H
L
M
O
reserved
/rɪˈzɜːvd/ = ADJECTIVE: επιφυλακτικός, συγκρατημένος, κλεισμένος, ρεζέρβέ;
USER: διατηρούνται, reserved, προορίζεται, επιφύλαξη, αποκλειστικά, αποκλειστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
resolve
/rɪˈzɒlv/ = VERB: αποφασίζω, αναλύω, διαλύομαι, ξεμπερδεύω;
USER: επιλύσει, επίλυση, επιλύσουν, την επίλυση, επιλυθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
resolved
/rɪˈzɒlvd/ = ADJECTIVE: αποφασισμένος;
USER: επιλυθεί, επιλυθούν, επιλύονται, επιλύεται, λυθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
resources
/ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι;
USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους
GT
GD
C
H
L
M
O
respect
/rɪˈspekt/ = NOUN: σεβασμός, εκτίμηση, σέβας;
VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ;
USER: σεβασμός, αφορά, για, σεβασμό, όσον αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
respecting
/ˌself.rɪˈspekt/ = PREPOSITION: σχετικά με, εν σχέσει προς, σχετικώς;
USER: με σεβασμό, τηρώντας, σεβασμό, σεβασμού, σέβεται
GT
GD
C
H
L
M
O
respond
/rɪˈspɒnd/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: ανταποκρίνονται, ανταποκριθεί, ανταποκριθούν, απαντήσει, ανταποκρίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
response
/rɪˈspɒns/ = NOUN: απάντηση, απόκριση, αντίλογος, αντίφωνο;
USER: απάντηση, απόκριση, ανταπόκριση, απόκρισης, αντίδραση
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibilities
/rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία;
USER: ευθυνών, ευθύνες, αρμοδιότητες, αρμοδιοτήτων, τις ευθύνες
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibility
/rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
responsible
/rɪˈspɒn.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος;
USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι
GT
GD
C
H
L
M
O
restrictions
/rɪˈstrɪk.ʃən/ = NOUN: περιορισμός;
USER: περιορισμούς, περιορισμοί, περιορισμών, τους περιορισμούς, οι περιορισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
result
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα
GT
GD
C
H
L
M
O
retaliation
/rɪˈtæl.i.eɪt/ = NOUN: αντίποινα, αντεκδίκηση;
USER: αντίποινα, αντεκδίκηση, αντιποίνων, επιβολής αντιποίνων, ανταπόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
reviewer
/rɪˈvjuː.ər/ = USER: Σχολιαστής, κριτικός, Σχολιαστής του, κριτής, Κριτική
GT
GD
C
H
L
M
O
right
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος;
ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
rights
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δικαιώματα, τα δικαιώματα, δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων, δικαιώματα των
GT
GD
C
H
L
M
O
rigorous
/ˈrɪɡ.ər.əs/ = ADJECTIVE: αυστηρός;
USER: αυστηρός, αυστηρή, αυστηρό, αυστηρές, αυστηρής
GT
GD
C
H
L
M
O
risk
/rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση;
VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω;
USER: κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου
GT
GD
C
H
L
M
O
robust
/rəʊˈbʌst/ = ADJECTIVE: εύρωστος, ρωμαλέος, εύσωμος;
USER: εύρωστος, ισχυρή, ισχυρό, εύρωστη, εύρωστο
GT
GD
C
H
L
M
O
role
/rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο;
USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που
GT
GD
C
H
L
M
O
rules
/ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση;
VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω;
USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safeguard
/ˈseɪf.ɡɑːd/ = NOUN: προστασία, εξασφάλιση, περιφρούρηση;
VERB: προστατεύω;
USER: προστασία, εξασφάλιση, διασφάλισης, διασφάλιση, διαφύλαξη
GT
GD
C
H
L
M
O
secure
/sɪˈkjʊər/ = ADJECTIVE: ασφαλής;
VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω;
USER: ασφαλής, εξασφαλίσει, εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφαλίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
seeking
/siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι;
USER: αναζήτηση, αναζητούν, που αναζητούν, επιδιώκουν, επιδιώκει
GT
GD
C
H
L
M
O
send
/send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
sensitive
/ˈsen.sɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, εύθικτος, αισθητικός;
USER: ευαίσθητος, ευαίσθητα, ευαίσθητο, ευαίσθητες, ευαίσθητων
GT
GD
C
H
L
M
O
separate
/ˈsep.ər.ət/ = ADJECTIVE: ξεχωριστός, χωριστός;
VERB: χωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι;
USER: ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
share
/ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές;
VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω;
USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
shared
/ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω;
USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή
GT
GD
C
H
L
M
O
sharing
/ˈdʒɒb.ʃeər/ = NOUN: μοιρασιά;
USER: ανταλλαγή, μοιράζονται, κοινή χρήση, την ανταλλαγή, μοιράζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
simply
/ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα;
USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή
GT
GD
C
H
L
M
O
sincerely
/sɪnˈsɪə.li/ = ADVERB: ειλικρινά, ειλικρινώς;
USER: ειλικρινά, εκτίμηση, θερμά, ειλικρίνεια, με ειλικρίνεια
GT
GD
C
H
L
M
O
situations
/sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία;
USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
skepticism
/ˈskep.tɪ.kəl/ = NOUN: σκεπτικισμός;
USER: σκεπτικισμός, σκεπτικισμό, σκεπτικισμού, ο σκεπτικισμός, τον σκεπτικισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
society
/səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία;
USER: κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, πολιτών
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
sometimes
/ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου;
USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
speak
/spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω;
USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
speaking
/-spiː.kɪŋ/ = NOUN: ομιλία, ομιλών;
USER: ομιλία, μιλώντας, γραμμές, μιλάει, ομιλίας, ομιλίας
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
stakeholders
/ˈstākˌhōldər/ = USER: ενδιαφερόμενα μέρη, ενδιαφερομένων, ενδιαφερόμενους, ενδιαφερομένους, ενδιαφερόμενοι
GT
GD
C
H
L
M
O
standards
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα;
USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες
GT
GD
C
H
L
M
O
steps
/step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα;
VERB: πατώ, βηματίζω;
USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
strength
/streŋθ/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, στερεότητα, ρώμη, στερεότης;
USER: δύναμη, ισχύς, αντοχή, αντοχής, ισχύ
GT
GD
C
H
L
M
O
strengths
/streŋθ/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, στερεότητα, ρώμη, στερεότης;
USER: δυνάμεις, πλεονεκτήματα, δυνατά, ισχυρά, πλεονεκτημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
strive
/straɪv/ = VERB: προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω;
USER: προσπαθούν, επιδιώξουν, προσπαθήσει, να προσπαθούν, να προσπαθήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
success
/səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ;
USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της
GT
GD
C
H
L
M
O
successful
/səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος;
USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
supporting
/səˈpɔː.tɪŋ/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, στήριξη, την υποστήριξη, υποστηρίζοντας, υποστηρίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
sure
/ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής;
ADVERB: βέβαια;
USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
suspect
/səˈspekt/ = ADJECTIVE: ύποπτος;
VERB: υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, υποπτεύω;
USER: ύποπτος, υποψιάζομαι, υποπτεύομαι, υποψιάζεστε, υποψιάζεστε ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
sustainable
/səˈstānəbəl/ = ADJECTIVE: ανεκτός, υποστηρικτός;
USER: βιώσιμης, αειφόρο, αειφόρου, βιώσιμη, αειφόρος
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
taken
/ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
takes
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
taking
/tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη;
ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων;
USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
talent
/ˈtæl.ənt/ = NOUN: ταλέντο, ιδιοφυία, ταλάντο;
USER: ταλέντο, ταλέντων, το ταλέντο, ταλέντου, ταλέντα
GT
GD
C
H
L
M
O
tax
/tæks/ = NOUN: φόρος;
VERB: φορολογώ, επιβαρύνω;
USER: φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική
GT
GD
C
H
L
M
O
team
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
ADJECTIVE: ομαδικός;
USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
teaming
/ˈdʌb.l̩.tiːm/ = USER: συνασπίζονται, συγκερασμό, ενωθεί, teaming, συνεργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
teams
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
USER: ομάδες, ομάδων, οι ομάδες, ομάδα, τις ομάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
termination
/ˌtɜː.mɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: λήξη, τερματισμός, τέλος, κατάληξη;
USER: λήξη, τερματισμός, τέλος, τερματισμού, τερματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
terms
/tɜːm/ = NOUN: όροι;
USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
thing
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
threaten
/ˈθret.ən/ = VERB: απειλώ, φοβερίζω;
USER: απειλούν, απειλήσουν, απειλεί, απειλήσει, να απειλήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
transaction
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγή, πράξη, συναλλαγής, συναλλαγών, πράξης
GT
GD
C
H
L
M
O
transactions
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγές, συναλλαγών, πράξεις, των συναλλαγών, οι συναλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
treat
/triːt/ = NOUN: κέρασμα, τρατάρισμα;
VERB: θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, περιποιούμαι, διαπραγματεύομαι, κερνώ, τρατάρω, φιλεύω;
USER: θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπεία της, θεραπεία του, αντιμετωπίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
treating
/trēt/ = VERB: θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, περιποιούμαι, διαπραγματεύομαι, κερνώ, τρατάρω, φιλεύω;
USER: θεραπεία, αγωγή, κατεργασία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση
GT
GD
C
H
L
M
O
trust
/trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός;
VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση;
USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
unacceptable
/ˌənəkˈseptəbəl/ = ADJECTIVE: απαράδεκτος;
USER: απαράδεκτος, απαράδεκτη, απαράδεκτο, απαράδεκτες, απαράδεκτα
GT
GD
C
H
L
M
O
under
/ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω;
ADVERB: από κάτω;
USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
underpin
/ˌʌn.dəˈpɪn/ = VERB: υποστηρίζω, θεμελιώ;
USER: στηρίζουν, υποστήριξη, στήριξη, υποστηρίζουν, στηρίξει
GT
GD
C
H
L
M
O
underpins
/ˌʌn.dəˈpɪn/ = VERB: υποστηρίζω, θεμελιώ;
USER: στηρίζει, υποστηρίζει, αποτελεί τη βάση, ενισχύει, στηρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
understand
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení;
USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε
GT
GD
C
H
L
M
O
understanding
/ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση;
USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης
GT
GD
C
H
L
M
O
undue
/ʌnˈdjuː/ = ADJECTIVE: υπερβολικός, απρεπής, άδικος;
USER: αδικαιολόγητη, αχρεωστήτως, αδικαιολόγητες, αχρεωστήτως καταβληθέντων, αδικαιολόγητο
GT
GD
C
H
L
M
O
unethical
/ˌʌnˈeθ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: αήθης, ανέντιμος, μη συνεπής προς την επιστημονικήν συνήθειαν;
USER: αήθης, ανήθικη, ανήθικο, ανήθικες, αντιδεοντολογική
GT
GD
C
H
L
M
O
unsure
/ʌnˈʃɔːr/ = ADJECTIVE: αβέβαιος, όχι βέβαιος;
USER: αβέβαιος, σίγουροι, βέβαιοι, αβέβαιοι, σίγουροι για
GT
GD
C
H
L
M
O
unwelcome
/ʌnˈwel.kəm/ = ADJECTIVE: ανεπιθύμητος;
USER: ανεπιθύμητος, ανεπιθύμητη, είναι ανεπιθύμητη, ανεπιθύμητες, δυσάρεστη
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
uphold
/ʌpˈhəʊld/ = VERB: στηρίζω, υποστηρίζω;
USER: διατηρήσει, υποστηρίζουν, υποστηρίξουν, να διατηρήσει, δεχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
upholding
/ʌpˈhəʊld/ = VERB: στηρίζω, υποστηρίζω;
USER: προάσπιση, υπεράσπιση, σεβασμού, διατήρηση, τήρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
upon
/əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις;
USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
value
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία
GT
GD
C
H
L
M
O
values
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: τιμές, αξίες, αξιών, τιμών, οι τιμές
GT
GD
C
H
L
M
O
view
/vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός;
VERB: βλέπω, θεωρώ;
USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ
GT
GD
C
H
L
M
O
viewed
/vjuː/ = VERB: βλέπω, θεωρώ;
USER: εμφανίσεις, προβολές, είδαν, δει, εμφανισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
vigorously
/ˈvɪɡ.ər.əs/ = USER: σθεναρά, ζωηρά, δυναμικά, σθεναρά την, έντονα
GT
GD
C
H
L
M
O
violations
/ˌvaɪəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: παράβαση, βεβήλωση;
USER: παραβιάσεις, παραβιάσεων, παραβάσεις, τις παραβιάσεις, παραβιάσεις των
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
whenever
/wenˈev.ər/ = ADVERB: οποτεδήποτε, οσάκις;
USER: οποτεδήποτε, οσάκις, όποτε, κάθε φορά, όταν
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
whose
/huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH;
USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
withdraw
/wɪðˈdrɔː/ = VERB: αποσύρω, αποσύρομαι, υπαναχωρώ;
USER: αποσύρω, αποσύρει, αποσύρουν, ανακαλέσει, ανακαλούν
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
worked
/wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε
GT
GD
C
H
L
M
O
working
/ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος;
NOUN: τρόπος εργασίας;
USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
works
/wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο;
USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
writing
/ˈraɪ.tɪŋ/ = NOUN: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, έγγραφο, αναγραφή, σύνθεση, σύγγραμμα;
USER: γραφή, γράψιμο, συγγραφή, γραπτώς, εγγράφως, εγγράφως
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
young
/jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός;
NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου;
USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
GT
GD
C
H
L
M
O
yourself
/jɔːˈself/ = PRONOUN: σύ ο ίδιος, το εαυτόν σου;
USER: τον εαυτό σας, εαυτό σας, τον εαυτό, σας, εαυτό, εαυτό
602 words